ραγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ραγίζω < το αρχαία ελληνική ῥαγίζω αφορούσε τη συλλογή σταφυλιών και το νεοελληνικό ραγίζω προέρχεται από το μεσαιωνική ελληνική ραγίζω, που προέκυψε από τον αόριστο ἐρράγησα ή το μέλλοντα ῥαγήσομαι του ῥήγνυμαι (ῥήγνυμι)
Ρήμα
ραγίζω (μεσοπαθητικό ραγίζω, ενώ από μεσοπαθητικούς τύπους εύχρηστη μόνο η μετοχή ραγισμένος)
- προκαλώ σχάση στην επιφάνεια εύθραυστου (ή και μη) αντικειμένου
- Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι.
- ραγίζουν και οι πέτρες για τον 8χρονο που πνίγηκε στην Καλογριά
- ράγισε το γυαλί
- Μην κοπανάς, πάνω στο μάρμαρο, θα ραγίσει
- (μεταφορικά) προκαλώ πόνο σε άνθρωπο, νιώθω πόνο
- μου ράγισε την καρδιά - ράγισε η καρδιά μου όταν άκουσα...
- (μεταφορικά) σπάω, τρέμω, διακόπτομαι (για τη φωνή)
- ράγισε η φωνή του καθώς ξεστομούσε τι είχε συμβεί στο παιδί
- (μεταφορικά) προκαλώ ή παθαίνω ράγισμα, μικρή αλλά μοιραία βλάβη η οποία είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει σε πλήρη διάλυση, σπάσιμο, ρήξη
- Ο γάμος τους ράγισε από τη μέρα που ...
Συγγενικά
- ράγισμα και ράισμα
- ραγισμένος
- ραγάδα
- ρωγμή
- ρήγμα
- και μέσω του αρχικού ῥήγνυμι:
- ράχη, ραχιαίος
- ραγδαίος
Εκφράσεις
- άμα ραγίσει το γυαλί: για κάτι που μοιάζει ασήμαντη ζημία, ενώ είναι μοιραία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ραγίζω | ράγιζα | θα ραγίζω | να ραγίζω | ραγίζοντας | |
| β' ενικ. | ραγίζεις | ράγιζες | θα ραγίζεις | να ραγίζεις | ράγιζε | |
| γ' ενικ. | ραγίζει | ράγιζε | θα ραγίζει | να ραγίζει | ||
| α' πληθ. | ραγίζουμε | ραγίζαμε | θα ραγίζουμε | να ραγίζουμε | ||
| β' πληθ. | ραγίζετε | ραγίζατε | θα ραγίζετε | να ραγίζετε | ραγίζετε | |
| γ' πληθ. | ραγίζουν(ε) | ράγιζαν ραγίζαν(ε) |
θα ραγίζουν(ε) | να ραγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ράγισα | θα ραγίσω | να ραγίσω | ραγίσει | ||
| β' ενικ. | ράγισες | θα ραγίσεις | να ραγίσεις | ράγισε | ||
| γ' ενικ. | ράγισε | θα ραγίσει | να ραγίσει | |||
| α' πληθ. | ραγίσαμε | θα ραγίσουμε | να ραγίσουμε | |||
| β' πληθ. | ραγίσατε | θα ραγίσετε | να ραγίσετε | ραγίστε | ||
| γ' πληθ. | ράγισαν ραγίσαν(ε) |
θα ραγίσουν(ε) | να ραγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ραγίσει | είχα ραγίσει | θα έχω ραγίσει | να έχω ραγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ραγίσει | είχες ραγίσει | θα έχεις ραγίσει | να έχεις ραγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ραγίσει | είχε ραγίσει | θα έχει ραγίσει | να έχει ραγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ραγίσει | είχαμε ραγίσει | θα έχουμε ραγίσει | να έχουμε ραγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ραγίσει | είχατε ραγίσει | θα έχετε ραγίσει | να έχετε ραγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ραγίσει | είχαν ραγίσει | θα έχουν ραγίσει | να έχουν ραγίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.