ραγισματιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραγισματιά | οι | ραγισματιές |
| γενική | της | ραγισματιάς | των | ραγισματιών |
| αιτιατική | τη | ραγισματιά | τις | ραγισματιές |
| κλητική | ραγισματιά | ραγισματιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραγισματιά < ράγισμα (γενική: ραγίσματος) + -ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾa.ʝi.zmaˈtça/
Μεταφράσεις
ραγισματιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.