πύραυνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πύραυνο | τα | πύραυνα |
| γενική | του | πυραύνου & πύραυνου |
των | πυραύνων |
| αιτιατική | το | πύραυνο | τα | πύραυνα |
| κλητική | πύραυνο | πύραυνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
πύραυνο< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πύραυνος ή στον ενικό και πύραυνον < αρχαία ελληνική αὔω (με τη σημασία "ανάβω φωτιά")[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.ɾav.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πύ‐ραυ‐νο
Ουσιαστικό
πύραυνο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πυρ
Μεταφράσεις
πύραυνο
|
→ δείτε τη λέξη μαγκάλι |
Αναφορές
- πύραυνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- εικόνες@google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.