πύκνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πύκνωση οι πυκνώσεις
      γενική της πύκνωσης* των πυκνώσεων
    αιτιατική την πύκνωση τις πυκνώσεις
     κλητική πύκνωση πυκνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυκνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πύκνωση < αρχαία ελληνική πύκνωσις < πυκνόω < πυκνός

Ουσιαστικό

πύκνωση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.