πυκνώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πυκνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
  2. θα πυκνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πυκνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πύκνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.