πύκνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πύκνωσῐς | αἱ | πυκνώσεις |
| γενική | τῆς | πυκνώσεως | τῶν | πυκνώσεων |
| δοτική | τῇ | πυκνώσει | ταῖς | πυκνώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πύκνωσῐν | τὰς | πυκνώσεις |
| κλητική ὦ! | πύκνωσῐ | πυκνώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυκνώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυκνωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πύκνωσις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πύκνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.