πυκνώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πυκνώνω < αρχαία ελληνική πυκνόω-ῶ

Ρήμα

πυκνώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει πυκνό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πυκνός
    Το σκοτάδι, που πύκνωνε ολοένα γύρω, σκέπασε και τους δυο περσότερο. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.