τόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τόφος | οι | τόφοι |
| γενική | του | τόφου | των | τόφων |
| αιτιατική | τον | τόφο | τους | τόφους |
| κλητική | τόφε | τόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τόφος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ηφαιστειακό ιζηματογενές πέτρωμα προερχόμενο από αποθέσεις στερεών αναβλημάτων των ηφαιστείων των οποίων το μέγεθος και η σύσταση ποικίλλουν
- (ιατρική) συγκέντρωση ουρικών αλάτων σε αρθρώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.