οικοδομική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικοδομική | ||
| γενική | της | οικοδομικής | ||
| αιτιατική | την | οικοδομική | ||
| κλητική | οικοδομική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικοδομική: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οικοδομικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.ðoˈmi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐δο‐μι‐κή
- ομόηχο: οικοδομικοί
Ουσιαστικό
οικοδομική θηλυκό
- η τέχνη της οικοδομής, κλάδος της αρχιτεκτονικής για γη μελέτη της εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών
- Κατηγορία:Οικοδομική (νέα ελληνικά)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οικοδομική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του οικοδομικός
Πηγές
- οικοδομικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.