πυροβολημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυροβολημένος | η | πυροβολημένη | το | πυροβολημένο |
| γενική | του | πυροβολημένου | της | πυροβολημένης | του | πυροβολημένου |
| αιτιατική | τον | πυροβολημένο | την | πυροβολημένη | το | πυροβολημένο |
| κλητική | πυροβολημένε | πυροβολημένη | πυροβολημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυροβολημένοι | οι | πυροβολημένες | τα | πυροβολημένα |
| γενική | των | πυροβολημένων | των | πυροβολημένων | των | πυροβολημένων |
| αιτιατική | τους | πυροβολημένους | τις | πυροβολημένες | τα | πυροβολημένα |
| κλητική | πυροβολημένοι | πυροβολημένες | πυροβολημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυροβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυροβολώ
Μεταφράσεις
πυροβολημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.