πυργωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυργωμένος η πυργωμένη το πυργωμένο
      γενική του πυργωμένου της πυργωμένης του πυργωμένου
    αιτιατική τον πυργωμένο την πυργωμένη το πυργωμένο
     κλητική πυργωμένε πυργωμένη πυργωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυργωμένοι οι πυργωμένες τα πυργωμένα
      γενική των πυργωμένων των πυργωμένων των πυργωμένων
    αιτιατική τους πυργωμένους τις πυργωμένες τα πυργωμένα
     κλητική πυργωμένοι πυργωμένες πυργωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυργωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυργώνω

Μετοχή

πυργωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.