πυκνοφυτεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυκνοφυτεμένος | η | πυκνοφυτεμένη | το | πυκνοφυτεμένο |
| γενική | του | πυκνοφυτεμένου | της | πυκνοφυτεμένης | του | πυκνοφυτεμένου |
| αιτιατική | τον | πυκνοφυτεμένο | την | πυκνοφυτεμένη | το | πυκνοφυτεμένο |
| κλητική | πυκνοφυτεμένε | πυκνοφυτεμένη | πυκνοφυτεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυκνοφυτεμένοι | οι | πυκνοφυτεμένες | τα | πυκνοφυτεμένα |
| γενική | των | πυκνοφυτεμένων | των | πυκνοφυτεμένων | των | πυκνοφυτεμένων |
| αιτιατική | τους | πυκνοφυτεμένους | τις | πυκνοφυτεμένες | τα | πυκνοφυτεμένα |
| κλητική | πυκνοφυτεμένοι | πυκνοφυτεμένες | πυκνοφυτεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πυκνοφυτεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.