πυκνοφυτεύω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυκνόφυτος, πυκνός και φυτό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυκνοφυτεύω | πυκνοφύτευα | θα πυκνοφυτεύω | να πυκνοφυτεύω | πυκνοφυτεύοντας | |
| β' ενικ. | πυκνοφυτεύεις | πυκνοφύτευες | θα πυκνοφυτεύεις | να πυκνοφυτεύεις | πυκνοφύτευε | |
| γ' ενικ. | πυκνοφυτεύει | πυκνοφύτευε | θα πυκνοφυτεύει | να πυκνοφυτεύει | ||
| α' πληθ. | πυκνοφυτεύουμε | πυκνοφυτεύαμε | θα πυκνοφυτεύουμε | να πυκνοφυτεύουμε | ||
| β' πληθ. | πυκνοφυτεύετε | πυκνοφυτεύατε | θα πυκνοφυτεύετε | να πυκνοφυτεύετε | πυκνοφυτεύετε | |
| γ' πληθ. | πυκνοφυτεύουν(ε) | πυκνοφύτευαν πυκνοφυτεύαν(ε) |
θα πυκνοφυτεύουν(ε) | να πυκνοφυτεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυκνοφύτεψα | θα πυκνοφυτέψω | να πυκνοφυτέψω | πυκνοφυτέψει | ||
| β' ενικ. | πυκνοφύτεψες | θα πυκνοφυτέψεις | να πυκνοφυτέψεις | πυκνοφύτεψε | ||
| γ' ενικ. | πυκνοφύτεψε | θα πυκνοφυτέψει | να πυκνοφυτέψει | |||
| α' πληθ. | πυκνοφυτέψαμε | θα πυκνοφυτέψουμε | να πυκνοφυτέψουμε | |||
| β' πληθ. | πυκνοφυτέψατε | θα πυκνοφυτέψετε | να πυκνοφυτέψετε | πυκνοφυτέψτε | ||
| γ' πληθ. | πυκνοφύτεψαν πυκνοφυτέψαν(ε) |
θα πυκνοφυτέψουν(ε) | να πυκνοφυτέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυκνοφυτέψει | είχα πυκνοφυτέψει | θα έχω πυκνοφυτέψει | να έχω πυκνοφυτέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυκνοφυτέψει | είχες πυκνοφυτέψει | θα έχεις πυκνοφυτέψει | να έχεις πυκνοφυτέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυκνοφυτέψει | είχε πυκνοφυτέψει | θα έχει πυκνοφυτέψει | να έχει πυκνοφυτέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυκνοφυτέψει | είχαμε πυκνοφυτέψει | θα έχουμε πυκνοφυτέψει | να έχουμε πυκνοφυτέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυκνοφυτέψει | είχατε πυκνοφυτέψει | θα έχετε πυκνοφυτέψει | να έχετε πυκνοφυτέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυκνοφυτέψει | είχαν πυκνοφυτέψει | θα έχουν πυκνοφυτέψει | να έχουν πυκνοφυτέψει |
| |
Μεταφράσεις
πυκνοφυτεύω
|
|
Πηγές
- πυκνοφυτεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.