περίπτωσις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περίπτωσῐς | αἱ | περιπτώσεις |
| γενική | τῆς | περιπτώσεως & περίπτωσιος (ιωνικός) |
τῶν | περιπτώσεων |
| δοτική | τῇ | περιπτώσει | ταῖς | περιπτώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | περίπτωσῐν | τὰς | περιπτώσεις |
| κλητική ὦ! | περίπτωσῐ | περιπτώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπτώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιπτωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
περίπτωσις θηλυκό
- (αρχική σημασία) συμπτωματική θεραπεία, εμπειρία
- (ελληνιστική σημασία) σύμπτωση
- έκφραση: κατὰ περίπτωσιν
Αναφορές
- «περίπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- περίπτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.