πρόσπτωσις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσπτωσῐς αἱ προσπτώσεις
      γενική τῆς προσπτώσεως τῶν προσπτώσεων
      δοτική τῇ προσπτώσει ταῖς προσπτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσπτωσῐν τὰς προσπτώσεις
     κλητική ! πρόσπτωσῐ προσπτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσπτώσει
γεν-δοτ τοῖν  προσπτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσπτωσις < προσπίπτω. Μορφολογικά, πρόσ- + πτῶσις

Ουσιαστικό

πρόσπτωσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.