πρόσπτωσις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρόσπτωσῐς | αἱ | προσπτώσεις |
| γενική | τῆς | προσπτώσεως | τῶν | προσπτώσεων |
| δοτική | τῇ | προσπτώσει | ταῖς | προσπτώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πρόσπτωσῐν | τὰς | προσπτώσεις |
| κλητική ὦ! | πρόσπτωσῐ | προσπτώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσπτώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσπτωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πρόσπτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.