κατάπτωσις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάπτωσῐς | αἱ | καταπτώσεις |
| γενική | τῆς | καταπτώσεως | τῶν | καταπτώσεων |
| δοτική | τῇ | καταπτώσει | ταῖς | καταπτώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κατάπτωσῐν | τὰς | καταπτώσεις |
| κλητική ὦ! | κατάπτωσῐ | καταπτώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπτώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπτωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάπτωσις, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < καταπίπτω (πέφτω, καταβάλλομαι).[1] Μορφολογικά, κατά- + πτῶσις
Αναφορές
- «κατάπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κατάπτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.