πρῷρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρῷρ αἱ πρῷραι
      γενική τῆς πρῴρᾱς τῶν πρῳρῶν
      δοτική τῇ πρῴρ ταῖς πρῴραις
    αιτιατική τὴν πρῷρᾰν τὰς πρῴρᾱς
     κλητική ! πρῷρ πρῷραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρῷρ
γεν-δοτ τοῖν  πρῴραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρῷρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρῷρα

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.