πρῷρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρῷρᾰ | αἱ | πρῷραι |
| γενική | τῆς | πρῴρᾱς | τῶν | πρῳρῶν |
| δοτική | τῇ | πρῴρᾳ | ταῖς | πρῴραις |
| αιτιατική | τὴν | πρῷρᾰν | τὰς | πρῴρᾱς |
| κλητική ὦ! | πρῷρᾰ | πρῷραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρῷρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρῴραιν | ||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρῷρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρῷρα
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Πηγές
- πρῷρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρῷρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.