πρωρεύς

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρωρεύς οἱ πρωρεῖς
      γενική τοῦ πρωρέως τῶν πρωρέων
      δοτική τῷ πρωρεῖ τοῖς πρωρεῦσι(ν)
    αιτιατική τὸν πρωρέα τοὺς πρωρέας
     κλητική ! πρωρεῦ πρωρεῖς
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωρεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῳρεύς < πρῴρη (πρώρα)

Ουσιαστικό

πρωρεύς αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πρῳρεύς)

  1. (ναυτικός όρος): ο πρωρέας, ο λοστρόμος
  2. ο εκπαιδευτής των πρωρατικών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.