πρόσμειξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσμειξῐς αἱ προσμείξεις
      γενική τῆς προσμείξεως τῶν προσμείξεων
      δοτική τῇ προσμείξει ταῖς προσμείξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσμειξῐν τὰς προσμείξεις
     κλητική ! πρόσμειξῐ προσμείξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσμείξει
γεν-δοτ τοῖν  προσμειξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσμειξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόσμειξις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.