πρωτοστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοστάτης οι πρωτοστάτες
      γενική του πρωτοστάτη των πρωτοστατών
    αιτιατική τον πρωτοστάτη τους πρωτοστάτες
     κλητική πρωτοστάτη πρωτοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτοστάτης < πρωτο- + στα- + -της

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.toˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτοστάτης

Ουσιαστικό

πρωτοστάτης αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρωτοστᾰτα-
ονομαστική πρωτοστάτης οἱ πρωτοστάται
      γενική τοῦ πρωτοστάτου τῶν πρωτοστατῶν
      δοτική τῷ πρωτοστάτ τοῖς πρωτοστάταις
    αιτιατική τὸν πρωτοστάτην τοὺς πρωτοστάτᾱς
     κλητική ! πρωτοστάτ πρωτοστάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρωτοστάτ
γεν-δοτ τοῖν  πρωτοστάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοστάτης < πρωτο- + στα- (θέμα του ἵστημι) + -της

Ουσιαστικό

πρωτοστάτης [ᾰ] αρσενικό

  1. πρώτος σε ιεραρχική σειρά, στη θέση, ειδικά σε στρατιωτική διάταξη
    οἱ πρωτοστάται (άνδρες στην πρώτη γραμμή)
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. συνώνυμο του λοχαγός
    2. αρχηγός

Παράγωγα

  • πρωτοστατέω/πρωτοστατῶ
  • πρωτοστασία

Συγγενικά

  • πρωτοστάσιον

 και δείτε τις λέξεις πρῶτος, στάσις και ἵστημι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.