πρωτοσέλιδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοσέλιδος | η | πρωτοσέλιδη | το | πρωτοσέλιδο |
| γενική | του | πρωτοσέλιδου | της | πρωτοσέλιδης | του | πρωτοσέλιδου |
| αιτιατική | τον | πρωτοσέλιδο | την | πρωτοσέλιδη | το | πρωτοσέλιδο |
| κλητική | πρωτοσέλιδε | πρωτοσέλιδη | πρωτοσέλιδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοσέλιδοι | οι | πρωτοσέλιδες | τα | πρωτοσέλιδα |
| γενική | των | πρωτοσέλιδων | των | πρωτοσέλιδων | των | πρωτοσέλιδων |
| αιτιατική | τους | πρωτοσέλιδους | τις | πρωτοσέλιδες | τα | πρωτοσέλιδα |
| κλητική | πρωτοσέλιδοι | πρωτοσέλιδες | πρωτοσέλιδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πρωτοσέλιδος, -η, -ο
- που καταλαμβάνει την πρώτη σελίδα ενός εντύπου
- πρωτοσέλιδη είδηση
- (ουσιαστικοποιημένο) πρωτοσέλιδο: αυτό που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα ή η ίδια η πρώτη σελίδα ενός εντύπου
Συγγενικά
- πρωτοσέλιδα
- πρωτοσέλιδο
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και σελίδα
Μεταφράσεις
πρωτοσέλιδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.