πρωτοσέλιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοσέλιδος η πρωτοσέλιδη το πρωτοσέλιδο
      γενική του πρωτοσέλιδου της πρωτοσέλιδης του πρωτοσέλιδου
    αιτιατική τον πρωτοσέλιδο την πρωτοσέλιδη το πρωτοσέλιδο
     κλητική πρωτοσέλιδε πρωτοσέλιδη πρωτοσέλιδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοσέλιδοι οι πρωτοσέλιδες τα πρωτοσέλιδα
      γενική των πρωτοσέλιδων των πρωτοσέλιδων των πρωτοσέλιδων
    αιτιατική τους πρωτοσέλιδους τις πρωτοσέλιδες τα πρωτοσέλιδα
     κλητική πρωτοσέλιδοι πρωτοσέλιδες πρωτοσέλιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτοσέλιδος < πρώτος + -ο- + σελίδα + -ος

Επίθετο

πρωτοσέλιδος, -η, -ο

  1. που καταλαμβάνει την πρώτη σελίδα ενός εντύπου
    πρωτοσέλιδη είδηση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρωτοσέλιδο: αυτό που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα ή η ίδια η πρώτη σελίδα ενός εντύπου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.