πρωτοσέλιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτοσέλιδο | τα | πρωτοσέλιδα |
| γενική | του | πρωτοσέλιδου | των | πρωτοσέλιδων |
| αιτιατική | το | πρωτοσέλιδο | τα | πρωτοσέλιδα |
| κλητική | πρωτοσέλιδο | πρωτοσέλιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτοσέλιδο < ουδέτερο του πρωτοσέλιδος
Ουσιαστικό
πρωτοσέλιδο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πρωτοσέλιδος, πρώτος και σελίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.