πρωτοκατασκευασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοκατασκευασμένος η πρωτοκατασκευασμένη το πρωτοκατασκευασμένο
      γενική του πρωτοκατασκευασμένου της πρωτοκατασκευασμένης του πρωτοκατασκευασμένου
    αιτιατική τον πρωτοκατασκευασμένο την πρωτοκατασκευασμένη το πρωτοκατασκευασμένο
     κλητική πρωτοκατασκευασμένε πρωτοκατασκευασμένη πρωτοκατασκευασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοκατασκευασμένοι οι πρωτοκατασκευασμένες τα πρωτοκατασκευασμένα
      γενική των πρωτοκατασκευασμένων των πρωτοκατασκευασμένων των πρωτοκατασκευασμένων
    αιτιατική τους πρωτοκατασκευασμένους τις πρωτοκατασκευασμένες τα πρωτοκατασκευασμένα
     κλητική πρωτοκατασκευασμένοι πρωτοκατασκευασμένες πρωτοκατασκευασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πρωτοκατασκευασμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.