πρωτοκατασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωτοκατασκευάζω < πρώτος + -ο- + κατασκευάζω
Συγγενικά
- πρωτοκατασκευασμένος
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και κατασκευάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοκατασκευάζω | πρωτοκατασκεύαζα | θα πρωτοκατασκευάζω | να πρωτοκατασκευάζω | πρωτοκατασκευάζοντας | |
| β' ενικ. | πρωτοκατασκευάζεις | πρωτοκατασκεύαζες | θα πρωτοκατασκευάζεις | να πρωτοκατασκευάζεις | πρωτοκατασκεύαζε | |
| γ' ενικ. | πρωτοκατασκευάζει | πρωτοκατασκεύαζε | θα πρωτοκατασκευάζει | να πρωτοκατασκευάζει | ||
| α' πληθ. | πρωτοκατασκευάζουμε | πρωτοκατασκευάζαμε | θα πρωτοκατασκευάζουμε | να πρωτοκατασκευάζουμε | ||
| β' πληθ. | πρωτοκατασκευάζετε | πρωτοκατασκευάζατε | θα πρωτοκατασκευάζετε | να πρωτοκατασκευάζετε | πρωτοκατασκευάζετε | |
| γ' πληθ. | πρωτοκατασκευάζουν(ε) | πρωτοκατασκεύαζαν πρωτοκατασκευάζαν(ε) |
θα πρωτοκατασκευάζουν(ε) | να πρωτοκατασκευάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοκατασκεύασα | θα πρωτοκατασκευάσω | να πρωτοκατασκευάσω | πρωτοκατασκευάσει | ||
| β' ενικ. | πρωτοκατασκεύασες | θα πρωτοκατασκευάσεις | να πρωτοκατασκευάσεις | πρωτοκατασκεύασε | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκατασκεύασε | θα πρωτοκατασκευάσει | να πρωτοκατασκευάσει | |||
| α' πληθ. | πρωτοκατασκευάσαμε | θα πρωτοκατασκευάσουμε | να πρωτοκατασκευάσουμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοκατασκευάσατε | θα πρωτοκατασκευάσετε | να πρωτοκατασκευάσετε | πρωτοκατασκευάστε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοκατασκεύασαν πρωτοκατασκευάσαν(ε) |
θα πρωτοκατασκευάσουν(ε) | να πρωτοκατασκευάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρωτοκατασκευάσει | είχα πρωτοκατασκευάσει | θα έχω πρωτοκατασκευάσει | να έχω πρωτοκατασκευάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρωτοκατασκευάσει | είχες πρωτοκατασκευάσει | θα έχεις πρωτοκατασκευάσει | να έχεις πρωτοκατασκευάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοκατασκευάσει | είχε πρωτοκατασκευάσει | θα έχει πρωτοκατασκευάσει | να έχει πρωτοκατασκευάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοκατασκευάσει | είχαμε πρωτοκατασκευάσει | θα έχουμε πρωτοκατασκευάσει | να έχουμε πρωτοκατασκευάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοκατασκευάσει | είχατε πρωτοκατασκευάσει | θα έχετε πρωτοκατασκευάσει | να έχετε πρωτοκατασκευάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοκατασκευάσει | είχαν πρωτοκατασκευάσει | θα έχουν πρωτοκατασκευάσει | να έχουν πρωτοκατασκευάσει |
| |
Μεταφράσεις
πρωτοκατασκευάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.