πρωτογέννητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτογέννητος | η | πρωτογέννητη | το | πρωτογέννητο |
| γενική | του | πρωτογέννητου | της | πρωτογέννητης | του | πρωτογέννητου |
| αιτιατική | τον | πρωτογέννητο | την | πρωτογέννητη | το | πρωτογέννητο |
| κλητική | πρωτογέννητε | πρωτογέννητη | πρωτογέννητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτογέννητοι | οι | πρωτογέννητες | τα | πρωτογέννητα |
| γενική | των | πρωτογέννητων | των | πρωτογέννητων | των | πρωτογέννητων |
| αιτιατική | τους | πρωτογέννητους | τις | πρωτογέννητες | τα | πρωτογέννητα |
| κλητική | πρωτογέννητοι | πρωτογέννητες | πρωτογέννητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτογέννητος < ελληνιστική κοινή πρωτογέννητος < αρχαία ελληνική πρῶτος + γεννάω / γεννῶ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πρωτογέννητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.