προωνύμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προωνύμιο τα προωνύμια
      γενική του προωνυμίου
& προωνύμιου
των προωνυμίων
    αιτιατική το προωνύμιο τα προωνύμια
     κλητική προωνύμιο προωνύμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προωνύμιο < (ελληνιστική κοινή) προωνύμιον πρό + ὄνομα ((μεταφραστικό δάνειο) (λατινικά) praenomen. Το ω (προωνύμιο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

Ουσιαστικό

προωνύμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.