προχειροφτιαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχειροφτιαγμένος η προχειροφτιαγμένη το προχειροφτιαγμένο
      γενική του προχειροφτιαγμένου της προχειροφτιαγμένης του προχειροφτιαγμένου
    αιτιατική τον προχειροφτιαγμένο την προχειροφτιαγμένη το προχειροφτιαγμένο
     κλητική προχειροφτιαγμένε προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχειροφτιαγμένοι οι προχειροφτιαγμένες τα προχειροφτιαγμένα
      γενική των προχειροφτιαγμένων των προχειροφτιαγμένων των προχειροφτιαγμένων
    αιτιατική τους προχειροφτιαγμένους τις προχειροφτιαγμένες τα προχειροφτιαγμένα
     κλητική προχειροφτιαγμένοι προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προχειροφτιαγμένος < πρόχειρ(ος) + -ο- + φτιαγμένος

Μετοχή

προχειροφτιαγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  • που έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
    προχειροφτιαγμένη κατασκευή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.