προφητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφητικότητα οι προφητικότητες
      γενική της προφητικότητας των προφητικοτήτων
    αιτιατική την προφητικότητα τις προφητικότητες
     κλητική προφητικότητα προφητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προφητικότητα < προφητικός + -ότητα

Ουσιαστικό

προφητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.