προτιμότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προτιμότερος | η | προτιμότερη | το | προτιμότερο |
| γενική | του | προτιμότερου | της | προτιμότερης | του | προτιμότερου |
| αιτιατική | τον | προτιμότερο | την | προτιμότερη | το | προτιμότερο |
| κλητική | προτιμότερε | προτιμότερη | προτιμότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προτιμότεροι | οι | προτιμότερες | τα | προτιμότερα |
| γενική | των | προτιμότερων | των | προτιμότερων | των | προτιμότερων |
| αιτιατική | τους | προτιμότερους | τις | προτιμότερες | τα | προτιμότερα |
| κλητική | προτιμότεροι | προτιμότερες | προτιμότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προτιμότερος < αρχαία ελληνική προτιμότερος, συγκριτικός βαθμός του πρότιμος < πρό + τιμή
Συγγενικά
- προτιμότερα
- προτιμότερο
- → δείτε τις λέξεις προτιμώ και τιμή
Μεταφράσεις
προτιμότερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.