προτιμότερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προτιμότερα < προτιμότερος + -α
Μεταφράσεις
προτιμότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προτιμότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προτιμότερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.