προσόμοιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσόμοιος η προσόμοια το προσόμοιο
      γενική του προσόμοιου της προσόμοιας του προσόμοιου
    αιτιατική τον προσόμοιο την προσόμοια το προσόμοιο
     κλητική προσόμοιε προσόμοια προσόμοιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσόμοιοι οι προσόμοιες τα προσόμοια
      γενική των προσόμοιων των προσόμοιων των προσόμοιων
    αιτιατική τους προσόμοιους τις προσόμοιες τα προσόμοια
     κλητική προσόμοιοι προσόμοιες προσόμοια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσόμοιος < αρχαία ελληνική προσόμοιος < πρός + ὅμοιος

Επίθετο

προσόμοιος

  1. (λόγιο) που προσομοιάζει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προσόμοια

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.