προσόμοιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσόμοιο τα προσόμοια
      γενική του προσόμοιου
& προσομοίου
των προσόμοιων
& προσομοίων
    αιτιατική το προσόμοιο τα προσόμοια
     κλητική προσόμοιο προσόμοια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσόμοιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσόμοιος < αρχαία ελληνική προσόμοιος < πρός + ὅμοιος

Ουσιαστικό

προσόμοιο ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.