προσωκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωκρατικός η προσωκρατική το προσωκρατικό
      γενική του προσωκρατικού της προσωκρατικής του προσωκρατικού
    αιτιατική τον προσωκρατικό την προσωκρατική το προσωκρατικό
     κλητική προσωκρατικέ προσωκρατική προσωκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωκρατικοί οι προσωκρατικές τα προσωκρατικά
      γενική των προσωκρατικών των προσωκρατικών των προσωκρατικών
    αιτιατική τους προσωκρατικούς τις προσωκρατικές τα προσωκρατικά
     κλητική προσωκρατικοί προσωκρατικές προσωκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωκρατικός < προ- + σωκρατικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Vorsokratiker[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.so.kra.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσωκρατικός

Επίθετο

προσωκρατικός

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

  1. προσωκρατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προσωκρατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.