αποδεχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδεχόμενος | η | αποδεχόμενη | το | αποδεχόμενο |
| γενική | του | αποδεχόμενου | της | αποδεχόμενης | του | αποδεχόμενου |
| αιτιατική | τον | αποδεχόμενο | την | αποδεχόμενη | το | αποδεχόμενο |
| κλητική | αποδεχόμενε | αποδεχόμενη | αποδεχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδεχόμενοι | οι | αποδεχόμενες | τα | αποδεχόμενα |
| γενική | των | αποδεχόμενων | των | αποδεχόμενων | των | αποδεχόμενων |
| αιτιατική | τους | αποδεχόμενους | τις | αποδεχόμενες | τα | αποδεχόμενα |
| κλητική | αποδεχόμενοι | αποδεχόμενες | αποδεχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποδεχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποδέχομαι
Μετοχή
αποδεχόμενος, -η, -ο
- αυτός που αποδέχεται κάτι
- Αποδεχόμενοι τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αποδέχτηκαν ουσιαστικά και συνταγματικές αλλαγές και εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας
- που γίνεται δεκτός για τα μίνιμουμ στάνταρτ που πληροί
- αποδεχόμενη μονάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.