προσχηματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσχηματισμένος | η | προσχηματισμένη | το | προσχηματισμένο |
| γενική | του | προσχηματισμένου | της | προσχηματισμένης | του | προσχηματισμένου |
| αιτιατική | τον | προσχηματισμένο | την | προσχηματισμένη | το | προσχηματισμένο |
| κλητική | προσχηματισμένε | προσχηματισμένη | προσχηματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσχηματισμένοι | οι | προσχηματισμένες | τα | προσχηματισμένα |
| γενική | των | προσχηματισμένων | των | προσχηματισμένων | των | προσχηματισμένων |
| αιτιατική | τους | προσχηματισμένους | τις | προσχηματισμένες | τα | προσχηματισμένα |
| κλητική | προσχηματισμένοι | προσχηματισμένες | προσχηματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχηματίζω
Μεταφράσεις
προσχηματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.