προσυπογράφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσυπογράφω < (ελληνιστική κοινή) προσυπογράφω < πρός + αρχαία ελληνική ὑπογράφω < ὑπό + γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.si.poˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσυπογράφω

Ρήμα

προσυπογράφω (παθητική φωνή: προσυπογράφομαι)

  1. υπογράφω από κοινού με άλλον ή άλλους
  2. δίνω την έγκρισή μου σε κάτι, αποδέχομαι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.