προσυπογραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσυπογραφή | οι | προσυπογραφές |
| γενική | της | προσυπογραφής | των | προσυπογραφών |
| αιτιατική | την | προσυπογραφή | τις | προσυπογραφές |
| κλητική | προσυπογραφή | προσυπογραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσυπογραφή < προσυπογράφω + -ή
Μεταφράσεις
προσυπογραφή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.