προσυπογράφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσυπογράφομαι | προσυπογραφόμουν(α) | θα προσυπογράφομαι | να προσυπογράφομαι | ||
| β' ενικ. | προσυπογράφεσαι | προσυπογραφόσουν(α) | θα προσυπογράφεσαι | να προσυπογράφεσαι | προσυπογράφου | |
| γ' ενικ. | προσυπογράφεται | προσυπογραφόταν(ε) | θα προσυπογράφεται | να προσυπογράφεται | ||
| α' πληθ. | προσυπογραφόμαστε | προσυπογραφόμαστε προσυπογραφόμασταν |
θα προσυπογραφόμαστε | να προσυπογραφόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσυπογράφεστε | προσυπογραφόσαστε προσυπογραφόσασταν |
θα προσυπογράφεστε | να προσυπογράφεστε | προσυπογράφεστε | |
| γ' πληθ. | προσυπογράφονται | προσυπογράφονταν προσυπογραφόντουσαν |
θα προσυπογράφονται | να προσυπογράφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσυπογράφτηκα | θα προσυπογραφώ | να προσυπογραφώ | προσυπογραφεί | ||
| β' ενικ. | προσυπογράφτηκες | θα προσυπογραφείς | να προσυπογραφείς | προσυπογράψου | ||
| γ' ενικ. | προσυπογράφτηκε | θα προσυπογραφεί | να προσυπογραφεί | |||
| α' πληθ. | προσυπογραφήκαμε | θα προσυπογραφούμε | να προσυπογραφούμε | |||
| β' πληθ. | προσυπογραφήκατε | θα προσυπογραφείτε | να προσυπογραφείτε | προσυπογραφείτε | ||
| γ' πληθ. | προσυπογράφτηκαν προσυπογραφήκαν(ε) |
θα προσυπογραφούν(ε) | να προσυπογραφούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσυπογραφεί | είχα προσυπογραφεί | θα έχω προσυπογραφεί | να έχω προσυπογραφεί | προσυπογραμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσυπογραφεί | είχες προσυπογραφεί | θα έχεις προσυπογραφεί | να έχεις προσυπογραφεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσυπογραφεί | είχε προσυπογραφεί | θα έχει προσυπογραφεί | να έχει προσυπογραφεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσυπογραφεί | είχαμε προσυπογραφεί | θα έχουμε προσυπογραφεί | να έχουμε προσυπογραφεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσυπογραφεί | είχατε προσυπογραφεί | θα έχετε προσυπογραφεί | να έχετε προσυπογραφεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσυπογραφεί | είχαν προσυπογραφεί | θα έχουν προσυπογραφεί | να έχουν προσυπογραφεί | ||
Μεταφράσεις
προσυπογράφομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.