επιδοκιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιδοκιμάζω < επι- + δοκιμάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approuver [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δο‐κι‐μά‐ζω
Ρήμα
επιδοκιμάζω, αόρ.: επιδοκίμασα, παθ.φωνή: επιδοκιμάζομαι, π.αόρ.: επιδοκιμάστηκα, μτχ.π.π.: επιδοκιμασμένος
- εκφράζω την αποδοχή μου για απόψεις ή ενέργειες
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιδοκιμάζω | επιδοκίμαζα | θα επιδοκιμάζω | να επιδοκιμάζω | επιδοκιμάζοντας | |
| β' ενικ. | επιδοκιμάζεις | επιδοκίμαζες | θα επιδοκιμάζεις | να επιδοκιμάζεις | επιδοκίμαζε | |
| γ' ενικ. | επιδοκιμάζει | επιδοκίμαζε | θα επιδοκιμάζει | να επιδοκιμάζει | ||
| α' πληθ. | επιδοκιμάζουμε | επιδοκιμάζαμε | θα επιδοκιμάζουμε | να επιδοκιμάζουμε | ||
| β' πληθ. | επιδοκιμάζετε | επιδοκιμάζατε | θα επιδοκιμάζετε | να επιδοκιμάζετε | επιδοκιμάζετε | |
| γ' πληθ. | επιδοκιμάζουν(ε) | επιδοκίμαζαν επιδοκιμάζαν(ε) |
θα επιδοκιμάζουν(ε) | να επιδοκιμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιδοκίμασα | θα επιδοκιμάσω | να επιδοκιμάσω | επιδοκιμάσει | ||
| β' ενικ. | επιδοκίμασες | θα επιδοκιμάσεις | να επιδοκιμάσεις | επιδοκίμασε | ||
| γ' ενικ. | επιδοκίμασε | θα επιδοκιμάσει | να επιδοκιμάσει | |||
| α' πληθ. | επιδοκιμάσαμε | θα επιδοκιμάσουμε | να επιδοκιμάσουμε | |||
| β' πληθ. | επιδοκιμάσατε | θα επιδοκιμάσετε | να επιδοκιμάσετε | επιδοκιμάστε | ||
| γ' πληθ. | επιδοκίμασαν επιδοκιμάσαν(ε) |
θα επιδοκιμάσουν(ε) | να επιδοκιμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιδοκιμάσει | είχα επιδοκιμάσει | θα έχω επιδοκιμάσει | να έχω επιδοκιμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιδοκιμάσει | είχες επιδοκιμάσει | θα έχεις επιδοκιμάσει | να έχεις επιδοκιμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιδοκιμάσει | είχε επιδοκιμάσει | θα έχει επιδοκιμάσει | να έχει επιδοκιμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιδοκιμάσει | είχαμε επιδοκιμάσει | θα έχουμε επιδοκιμάσει | να έχουμε επιδοκιμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιδοκιμάσει | είχατε επιδοκιμάσει | θα έχετε επιδοκιμάσει | να έχετε επιδοκιμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιδοκιμάσει | είχαν επιδοκιμάσει | θα έχουν επιδοκιμάσει | να έχουν επιδοκιμάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιδοκιμάζομαι | επιδοκιμαζόμουν(α) | θα επιδοκιμάζομαι | να επιδοκιμάζομαι | ||
| β' ενικ. | επιδοκιμάζεσαι | επιδοκιμαζόσουν(α) | θα επιδοκιμάζεσαι | να επιδοκιμάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | επιδοκιμάζεται | επιδοκιμαζόταν(ε) | θα επιδοκιμάζεται | να επιδοκιμάζεται | ||
| α' πληθ. | επιδοκιμαζόμαστε | επιδοκιμαζόμαστε επιδοκιμαζόμασταν |
θα επιδοκιμαζόμαστε | να επιδοκιμαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιδοκιμάζεστε | επιδοκιμαζόσαστε επιδοκιμαζόσασταν |
θα επιδοκιμάζεστε | να επιδοκιμάζεστε | (επιδοκιμάζεστε) | |
| γ' πληθ. | επιδοκιμάζονται | επιδοκιμάζονταν επιδοκιμαζόντουσαν |
θα επιδοκιμάζονται | να επιδοκιμάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιδοκιμάστηκα | θα επιδοκιμαστώ | να επιδοκιμαστώ | επιδοκιμαστεί | ||
| β' ενικ. | επιδοκιμάστηκες | θα επιδοκιμαστείς | να επιδοκιμαστείς | επιδοκιμάσου | ||
| γ' ενικ. | επιδοκιμάστηκε | θα επιδοκιμαστεί | να επιδοκιμαστεί | |||
| α' πληθ. | επιδοκιμαστήκαμε | θα επιδοκιμαστούμε | να επιδοκιμαστούμε | |||
| β' πληθ. | επιδοκιμαστήκατε | θα επιδοκιμαστείτε | να επιδοκιμαστείτε | επιδοκιμαστείτε | ||
| γ' πληθ. | επιδοκιμάστηκαν επιδοκιμαστήκαν(ε) |
θα επιδοκιμαστούν(ε) | να επιδοκιμαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιδοκιμαστεί | είχα επιδοκιμαστεί | θα έχω επιδοκιμαστεί | να έχω επιδοκιμαστεί | επιδοκιμασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επιδοκιμαστεί | είχες επιδοκιμαστεί | θα έχεις επιδοκιμαστεί | να έχεις επιδοκιμαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιδοκιμαστεί | είχε επιδοκιμαστεί | θα έχει επιδοκιμαστεί | να έχει επιδοκιμαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιδοκιμαστεί | είχαμε επιδοκιμαστεί | θα έχουμε επιδοκιμαστεί | να έχουμε επιδοκιμαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιδοκιμαστεί | είχατε επιδοκιμαστεί | θα έχετε επιδοκιμαστεί | να έχετε επιδοκιμαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιδοκιμαστεί | είχαν επιδοκιμαστεί | θα έχουν επιδοκιμαστεί | να έχουν επιδοκιμαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιδοκιμασμένος - είμαστε, είστε, είναι επιδοκιμασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιδοκιμασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιδοκιμασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιδοκιμασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιδοκιμασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιδοκιμασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιδοκιμασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επιδοκιμάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.