επιδοκιμάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδοκιμάζω < επι- + δοκιμάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approuver [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδοκιμάζω

Ρήμα

επιδοκιμάζω, αόρ.: επιδοκίμασα, παθ.φωνή: επιδοκιμάζομαι, π.αόρ.: επιδοκιμάστηκα, μτχ.π.π.: επιδοκιμασμένος

  • εκφράζω την αποδοχή μου για απόψεις ή ενέργειες

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και δοκιμάζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.