προσυλλογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσυλλογίζομαι < αρχαία ελληνική προσυλλογίζομαι[1] < συλλογίζομαι < λογίζομαι < λόγος
Ρήμα
προσυλλογίζομαι
- (αποθετικό ρήμα, κυριολεκτικά) συλλογίζομαι από πριν, εκ των προτέρων
- (αποθετικό ρήμα, λογική) συμπεραίνω χρησιμοποιώντας προσυλλογισμό
Συγγενικά
- προσυλλογισμένος
- προσυλλογισμός
- προσυλλογιστικά
- προσυλλογιστικός
- προσυλλογιστικώς
- → δείτε τις λέξεις προ, συλλογίζομαι και λόγος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσυλλογίζομαι | προσυλλογιζόμουν(α) | θα προσυλλογίζομαι | να προσυλλογίζομαι | ||
| β' ενικ. | προσυλλογίζεσαι | προσυλλογιζόσουν(α) | θα προσυλλογίζεσαι | να προσυλλογίζεσαι | (προσυλλογίζου) | |
| γ' ενικ. | προσυλλογίζεται | προσυλλογιζόταν(ε) | θα προσυλλογίζεται | να προσυλλογίζεται | ||
| α' πληθ. | προσυλλογιζόμαστε | προσυλλογιζόμαστε προσυλλογιζόμασταν |
θα προσυλλογιζόμαστε | να προσυλλογιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσυλλογίζεστε | προσυλλογιζόσαστε προσυλλογιζόσασταν |
θα προσυλλογίζεστε | να προσυλλογίζεστε | (προσυλλογίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προσυλλογίζονται | προσυλλογίζονταν προσυλλογιζόντουσαν |
θα προσυλλογίζονται | να προσυλλογίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσυλλογίστηκα | θα προσυλλογιστώ | να προσυλλογιστώ | προσυλλογιστεί | ||
| β' ενικ. | προσυλλογίστηκες | θα προσυλλογιστείς | να προσυλλογιστείς | προσυλλογίσου | ||
| γ' ενικ. | προσυλλογίστηκε | θα προσυλλογιστεί | να προσυλλογιστεί | |||
| α' πληθ. | προσυλλογιστήκαμε | θα προσυλλογιστούμε | να προσυλλογιστούμε | |||
| β' πληθ. | προσυλλογιστήκατε | θα προσυλλογιστείτε | να προσυλλογιστείτε | προσυλλογιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προσυλλογίστηκαν προσυλλογιστήκαν(ε) |
θα προσυλλογιστούν(ε) | να προσυλλογιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσυλλογιστεί | είχα προσυλλογιστεί | θα έχω προσυλλογιστεί | να έχω προσυλλογιστεί | προσυλλογισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσυλλογιστεί | είχες προσυλλογιστεί | θα έχεις προσυλλογιστεί | να έχεις προσυλλογιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσυλλογιστεί | είχε προσυλλογιστεί | θα έχει προσυλλογιστεί | να έχει προσυλλογιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσυλλογιστεί | είχαμε προσυλλογιστεί | θα έχουμε προσυλλογιστεί | να έχουμε προσυλλογιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσυλλογιστεί | είχατε προσυλλογιστεί | θα έχετε προσυλλογιστεί | να έχετε προσυλλογιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσυλλογιστεί | είχαν προσυλλογιστεί | θα έχουν προσυλλογιστεί | να έχουν προσυλλογιστεί | ||
Μεταφράσεις
προσυλλογίζομαι
|
|
Πηγές
- προσυλλογίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- προσυλλογίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.