προσταγλανδίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσταγλανδίνη | οι | προσταγλανδίνες |
| γενική | της | προσταγλανδίνης | των | προσταγλανδινών |
| αιτιατική | την | προσταγλανδίνη | τις | προσταγλανδίνες |
| κλητική | προσταγλανδίνη | προσταγλανδίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσταγλανδίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prostaglandin < γερμανική Prostaglandin < αρχαία ελληνική προστάτης < προΐστημι + λατινική glandula < glans
Ουσιαστικό
προσταγλανδίνη θηλυκό
Μεταφράσεις
Πηγές
- προσταγλανδίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσταγλανδίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσταγλανδίνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.