προσσεληνώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προσσεληνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσσεληνώνω
  2. θα προσσεληνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσσεληνώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προσσεληνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσσελήνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.