try
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| try | tries |
try (en)
- απόπειρα να λύσω πρόβλημα κ.λπ., προσπάθεια να κάνω κάτι, δοκιμή μιας γεύσης
Ρήμα
| ενεστώτας | try |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | tries |
| αόριστος | tried |
| παθητική μετοχή | tried |
| ενεργητική μετοχή | trying |
try (en)
- προσπαθώ, πειραματίζομαι, δοκιμάζω
- ↪ If I go to Greece, I will try to see him.
- Αν (θα) πάω στην Ελλάδα θα προσπαθήσω να τον δω.
- ↪ If I go to Greece, I will try to see him.
- δικάστηκε, πέρασε από δίκη (συνήθως στον αόριστο tried)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.