try

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
try tries

try (en)

Ρήμα

ενεστώτας try
γ΄ ενικό ενεστώτα tries
αόριστος tried
παθητική μετοχή tried
ενεργητική μετοχή trying

try (en)

  1. προσπαθώ, πειραματίζομαι, δοκιμάζω
    If I go to Greece, I will try to see him.
    Αν (θα) πάω στην Ελλάδα θα προσπαθήσω να τον δω.
  2. δικάστηκε, πέρασε από δίκη (συνήθως στον αόριστο tried)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.