υπερπροσπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερπροσπάθεια | οι | υπερπροσπάθειες |
| γενική | της | υπερπροσπάθειας | των | υπερπροσπαθειών |
| αιτιατική | την | υπερπροσπάθεια | τις | υπερπροσπάθειες |
| κλητική | υπερπροσπάθεια | υπερπροσπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερπροσπάθεια < υπερ- + προσπάθεια
Ουσιαστικό
υπερπροσπάθεια θηλυκό
- πολύ έντονη προσπάθεια, τόσο ώστε να εξαντλεί τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις αυτού που την καταβάλλει
Μεταφράσεις
υπερπροσπάθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.