προσκυνοχάρτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσκυνοχάρτι τα προσκυνοχάρτια
      γενική του προσκυνοχαρτιού των προσκυνοχαρτιών
    αιτιατική το προσκυνοχάρτι τα προσκυνοχάρτια
     κλητική προσκυνοχάρτι προσκυνοχάρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκυνοχάρτι < προσκυνώ + -ο- + χαρτί +

Ουσιαστικό

προσκυνοχάρτι ουδέτερο

  1. (ιστορία) έγγραφο με το οποίο δηλωνόταν υποταγή στους οθωμανούς ή τον σουλτάνο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας
  2. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) δήλωση υποταγής σε κυρίαρχο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.