προσέλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσέλευση | οι | προσελεύσεις |
| γενική | της | προσέλευσης* | των | προσελεύσεων |
| αιτιατική | την | προσέλευση | τις | προσελεύσεις |
| κλητική | προσέλευση | προσελεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσελεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσέλευ(σις) < προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προσ- + έλευση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈse.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σέ‐λευ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐έ‐λευ‐ση
Ουσιαστικό
προσέλευση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος προσέρχομαι, το να έρχεται κανείς σε έναν τόπο με σκοπό να συμμετάσχει σε προγραμματισμένη δραστηριότητα
- η προσέλευση των φιλάθλων στο στάδιο ξεκίνησε πολύ νωρίς, δυο ώρες πριν τους αγώνες
- η προσέλευση του μάρτυρα στο δικαστήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.