προσέλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προσέλευσῐς | αἱ | προσελεύσεις |
| γενική | τῆς | προσελεύσεως | τῶν | προσελεύσεων |
| δοτική | τῇ | προσελεύσει | ταῖς | προσελεύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | προσέλευσῐν | τὰς | προσελεύσεις |
| κλητική ὦ! | προσέλευσῐ | προσελεύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσελεύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσελευσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσέλευσις < (πρός) προσ- + ἔλευσις < προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: προσέλευση
Παράγωγα
- προσελευστέον
Συγγενικά
- προσέλασις
- προσελαύνω
- προσέρχομαι
- → και δείτε τις λέξεις ἔλευσις, ἐλεύσομαι και ἔρχομαι
Πηγές
- προσέλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.