προπορεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπορεία οι προπορείες
      γενική της προπορείας των προπορειών
    αιτιατική την προπορεία τις προπορείες
     κλητική προπορεία προπορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπορεία < ελληνιστική κοινή προπορεία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική avance)

Ουσιαστικό

προπορεία θηλυκό

Συνώνυμα

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.