προπέρυσι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπέρυσι < αρχαία ελληνική προπέρυσι < πρό + πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈpe.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πέ‐ρυ‐σι
Συγγενικά
- προπερυσινός, προπερσινός, προπέρσινος
- προπερυσινά, προπερσινά
- αντιπροπερσινός, αντιπροπέρσινος
- → δείτε τις λέξεις προ και πέρυσι
| αντιπροπέρυσι, αντιπροπέρσι, αντιπρόπερσι, παραπρόπερσι | προπέρυσι, προπέρσι, πρόπερσι | πέρυσι, πέρσι | φέτος, εφέτος | του χρόνου | αντίχρονου, αντιχρόνου, παραχρόνου, παράχρονου | σε τρία χρόνια |
Μεταφράσεις
προπέρυσι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.