εφέτος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εφέτος < (ελληνιστική κοινή) ἐφέτος < ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν)

Επίρρημα

εφέτος (χρονικό)

  • (λόγιο) άλλη μορφή του φέτος

Συγγενικά

αντιπροπέρυσι, αντιπροπέρσι, αντιπρόπερσι, παραπρόπερσι προπέρυσι, προπέρσι, πρόπερσι πέρυσι, πέρσι φέτος, εφέτος του χρόνου αντίχρονου, αντιχρόνου, παραχρόνου, παράχρονου σε τρία χρόνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.